- διαλείποντα
- διαλείπωleave an interval betweenpres part act neut nom/voc/acc plδιαλείπωleave an interval betweenpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανακυκλώ — ἐπανακυκλῶ, έω και σπαν. όω (Α) [κυκλώ] 1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι 2. επαναλαμβάνω 3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά 4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά … Dictionary of Greek
καυσαλγία — Επώδυνη κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από κάκωση των άκρων και χαρακτηρίζεται από δυνατό διαλείποντα πόνο. Η κ. είναι αποτέλεσμα βλάβης κάποιου νευρικού κορμού, ο οποίος έχει άφθονες νευρικές συμπαθητικές ίνες. Σε διάστημα πέντε έως δέκα ημερών… … Dictionary of Greek
καυσώ — καυσῶ, όω (Α) [καύσος] 1. θερμαίνω 2. παθ. καυσοῡμαι, όομαι α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῑα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ) β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο* … Dictionary of Greek
παρεμπίπτω — ΝΑ [εμπίπτω] πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω νεοελλ. 1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω 2. παρεμβαίνω αρχ. 1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.) … Dictionary of Greek
προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Χάνεμαν, Σάμουελ — (Hahneman, 1755 – 1843). Γερμανός γιατρός, ιδρυτής της ομοιοπαθητικής μεθόδου. Το 1777 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής στο Ερλάγγεν και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη όπου άσκησε το επάγγελμά του. Πολύ επιμελής και βαθύς μελετητής των τότε… … Dictionary of Greek